Όπως λέει και ο τίτλος της είναι μια δυναμική ψυχοθεραπεία αφού στηρίζεται στις αρχές της Ψυχανάλυσης του Sigmund Freud και της Θεωρίας των Σχέσεων με το Αντικείμενο της Melanie Klein έχοντας όμως ουσιώδεις διαφορές τόσο από την κλασσική ψυχανάλυση αλλά και την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Μια από τις κυριότερες διαφορές της είναι ότι ο ψυχοθεραπευτής είναι ιδιαίτερα ενεργός και πιεστικός στις συνεδρίες, προσπαθώντας να βοηθήσει τον ασθενή να κάνει πέρα τις αντιστάσεις του και να βιώσει τα συναισθήματά του. Είναι επίσης βραχεία γιατί μπορεί να διαρκέσει από μία έως σαράντα συνεδρίες, εκεί όπου η κλασσική ψυχανάλυση και η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία θα χρειαζόταν πιθανόν αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθούν. Είναι εντατική γιατί περιλαμβάνει σημαντική κινητοποίηση του ασθενή από τον θεραπευτή, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως.
Εκτός από την ψυχοδυναμική θεωρία, πίσω από τη θεραπεία αυτή υπάρχουν οι έννοιες και οι θεωρίες του ψυχικού τραύματος και της προσκόλλησης ή δεσμού (Attachment theory). Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης, το παιδί χρειάζεται για ν’ αναπτυχθεί ψυχικά με φυσιολογικό τρόπο μία στενή σχέση με ένα πρόσωπο της πρωτογενούς φροντίδας όπως συνηθίζεται να λέγεται και που συνήθως είναι το πρόσωπο της μητέρας. Μπορεί όμως να είναι πιο σπάνια ο πατέρας, μια γιαγιά ή μια μεγαλύτερη αδελφή – αδελφός, ή μια βρεφονηπιοκόμος. Θα πρέπει ο φροντιστής αυτός να είναι αρκετά ώριμος ψυχικά ο ίδιος (όπως λέει και ο παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald Winnicott – μια αρκούντως καλή μητέρα – good enough mother) για να μπορέσει το παιδί να πάρει μέσα του όλα τα ψυχικά εφόδια, να κτίσει και να οργανώσει το εγώ του για να νιώθει ικανό να σχετίζεται με τον εαυτό του και τους άλλους με έναν ώριμο και κατανοητό τρόπο, βιώνοντας τα συναισθήματά του χωρίς να αγχώνεται υπερβολικά (Εικόνα 1).
Παρ’ όλα αυτά τα συναισθήματα αυτά με ερεθίσματα που βιώνει το παιδί ή ο ενήλικας αργότερα στην καθημερινή του ζωή, τείνουν να έρθουν στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα να προκαλούν στο παιδί η τον ενήλικα την εμφάνιση σημαντικού άγχους και συμπεριφορών που επηρεάζουν την ηρεμία και την συνεκτικότητα του εαυτού του, αλλά και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται, δημιουργώντας έτσι λίγη ή περισσότερη ψυχοπαθολογική συμπτωματολογία (Εικόνα 2).
Στόχοι της Βραχείας Εντατικής Δυναμικής Ψυχοθεραπείας είναι να μπορέσει ο ασθενής να βιώσει όλα του τα απωθημένα συναισθήματα τα οποία ενεργοποιούνται συχνά και τον ταλαιπωρούν, ενώ συγχρόνως να δημιουργήσει δομικές αλλαγές στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, με το να αντέχει όλο και περισσότερο το άγχος που εκλύεται από τα συναισθήματά του, αλλά και να νιώθει καλύτερα με τον εαυτό του και τους άλλους βελτιώνοντας έτσι τις σχέσεις του μ’ αυτούς. Αυτό φυσικά επηρεάζει θετικά και την απόδοση και τις σχέσεις του στην εργασία. Αντίστοιχα είναι περισσότερο ικανός τώρα να αντλεί ικανοποιήσεις και χαρά από δραστηριότητες και διασκέδαση. Ουσιαστικά, στόχος της θεραπείας είναι η αποκατάσταση του πρωταρχικού δεσμού της παιδικής ηλικίας που είχε διαρραγεί (Εικόνα 3).
Συχνά αυτό που σπρώχνει τον ασθενή να υποφέρει και τις περισσότερες φορές να έχει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά είναι ένα μέρος του ψυχικού του κόσμου που η ψυχοδυναμική θεωρία ονομάζει υπερεγώ και που πιο λαϊκά θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με ένα αυστηρό και ιδιαίτερα τιμωρητικό δικαστή. Αυτόν τον δικαστή τον έχουμε όλοι μέσα μας, αλλά υπάρχουν δικαστές και δικαστές. Άλλοι είναι ιδιαίτερα επιεικείς και ανθρώπινοι, άλλοι αδέκαστοι και άλλοι τιμωρητικοί και αιμοσταγείς. Τον δικαστή αυτό τον δημιουργούμε και τον εξελίσσουμε μέσα μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε και η λειτουργία του είναι να μας βοηθά να ελέγχουμε τις επιθετικές και ερωτικές ενορμήσεις και συναισθήματά μας για να μπορούμε να συνυπάρχουμε αρμονικά μέσα στην κοινωνία. Δυστυχώς, όταν τα συναισθήματα του θυμού και της οργής από την παιδική μας ηλικία είναι ιδιαίτερα έντονα έως δολοφονικά, το υπερεγώ για να τα ελέγξει, παίρνει τα χαρακτηριστικά του ιδιαίτερα ελεγκτικού και τιμωρητικού δικαστή. Αυτό έχει σαν συνέπεια το άτομο να έχει έναν μάλλον συρρικνωμένο ψυχικό κόσμο και να οδηγείται σε μια καταθλιπτική και αυτοτιμωρητική στάση απέναντι στη ζωή.
Πρακτικά, στη θεραπεία ο δικαστής αυτός θα προσπαθεί να σπρώχνει τον ασθενή να αντιστρατεύεται τις προσπάθειες του θεραπευτή και του ασθενή για μια αλλαγή σε μια πιο ανθρώπινη και ελεύθερη ζωή. Έτσι θα πρέπει στη θεραπεία από νωρίς να ενισχυθεί ο ασθενής να αντιμετωπίσει αυτόν τον δικαστή και να τον μετατρέψει σε μια πιο καλοήθη ελεγκτική δύναμη.
Όπως πολλοί μπορεί να γνωρίζουν, το άγχος είναι μια φυσιολογική νεύρο – χημική –ορμονική διεργασία του οργανισμού που σαν στόχο έχει να προσφέρει στον άνθρωπο ενέργεια και να τον κάνει ικανό ν’ αντιδράσει σ’ έναν επερχόμενο κίνδυνο ή ενόχληση ή απαίτηση του περιβάλλοντος. Η διεργασία αυτή βιώνεται ψυχικά και σωματικά από τον άνθρωπο. Κάθε άνθρωπος για κάποιους λόγους μπορεί να αντέχει φυσιολογικά μια συγκεκριμένη άνοδο του άγχους του. Αυτή η φυσιολογική έκφραση του άγχους βιώνεται σαν μια ένταση στο μυϊκό του σύστημα. Όταν το άγχος αυτό είναι έντονο ή χρόνιο μπορεί να προκαλεί στο άτομο τρεμούλες, κούραση ή χρόνιους μυϊκούς πόνους (οσφυαλγία, αυχεναλγία, ινομυαλγία)
Υπάρχουν περιπτώσεις όμως σε άτομα που είχαν σημαντικούς και συχνούς ψυχικούς τραυματισμούς στη βρεφική – παιδική τους ηλικία, το άγχος αντί να κατευθύνεται και να βιώνεται από τους γραμμωτούς – εκούσιους μυς του, να κατευθύνεται, να εκφράζεται και να βιώνεται από τα σπλάχνα του και πιο συχνά από το στομάχι ή τα έντερά του ή από τις αεροφόρους οδούς του ή τα αγγεία του. Αυτά είναι κατασκευασμένα από μυϊκές ίνες διαφορετικού τύπου (ακούσιοι λείοι μύες). Το αποτέλεσμα είναι το άτομο που βιώνει το άγχος του στα σπλάχνα του μπορεί να υποφέρει από πόνους στο στομάχι του ή γαστρίτιδες ή πεπτικά έλκη ψυχογενούς αιτιολογίας ή από συχνές διάρροιες ή δυσκοιλιότητα ή από ασθματικές καταστάσεις ή από ψυχογενή αρτηριακή υπέρταση ή ημικρανίες.
Σε άλλα άτομα με ακόμη πιο έντονη άνοδο του άγχους, αυτό μπορεί να επηρεάζει τη συγκέντρωση της σκέψης τους ή ακόμη και την λειτουργία της όρασής τους ή και της ακοής ή πιο σπάνια και των άλλων των αισθήσεών τους, με αποτέλεσμα αυτά να βιώνουν μια θόλωση ή μια διάσπαση της σκέψης ή ακόμη και σταμάτημα αυτής, καθώς επίσης και θόλωση της όρασης ή κεντρική όραση με θόλωση της περιφερικής όρασης ή επίσης και εμβοές στην ακοή ή παροδική μείωση της ακοής.
Είναι επόμενο ότι τα άτομα αυτά συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους όταν ανεβαίνει το άγχος τους, με αποτέλεσμα και να δυσφορούν έντονα, αλλά και να καθίστανται έντονα δυσλειτουργικά. Ένα άλλο επακόλουθο είναι ότι αυτά όταν ξεκινούν μια ψυχοθεραπεία, ακόμη και όχι ΒΕΔΨ, το άγχος τους ν’ ανεβαίνει και να τους δημιουργεί τα ανωτέρω προβλήματα με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λειτουργήσουν καλά και παραγωγικά κι έτσι η ψυχοθεραπεία να μην μπορεί να προχωρήσει και να αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
‘Έτσι, στα άτομα αυτά είναι επιτακτική και πρωταρχική ανάγκη να μάθουν να αντέχουν και να ρυθμίζουν το άγχος τους. Στη ΒΕΔΨ, ο θεραπευτής μαθαίνει να παρατηρεί και να ελέγχει το επίπεδο του άγχους του ασθενή από την αρχή και να τον βοηθά να μπορεί να το βιώνει αποκλειστικά στους εκούσιους μυς του και όχι στα σπλάχνα του ή στον εγκέφαλό του. Με άλλα λόγια τον βοηθά να κτίσει την ικανότητά του να αντέχει ακόμη και μεγάλη άνοδο του άγχους του, χωρίς να παρουσιάζει τα ανωτέρω παθολογικά φαινόμενα.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, στόχος του θεραπευτή και της θεραπείας είναι να βοηθήσει τον ασθενή να βιώσει όλα του τα συναισθήματα που βίωσε στην παιδική του ηλικία μέσα από τα τραύματα που υπέστη και συγχρόνως να κατανοήσει τους λόγους που δημιουργήθηκαν αυτά καθώς και πώς επέδρασαν πάνω του και τον οδήγησαν να έχει αυτές τις παθολογικές συμπεριφορές και τα σωματικά συμπτώματα. Αυτό συνήθως ξεκινά με τη βίωση των συναισθημάτων του στις σημερινές του σχέσεις, αλλά και στη σχέση του με τον θεραπευτή. Συνήθως μετά τη βίωση αυτή στο εδώ και τώρα, ο ασθενής στο πρόσωπο του θεραπευτή ή του προσώπου της σημερινής του ζωής θ’ αναγνωρίσει το πρόσωπο του παρελθόντος που τον είχε τραυματίσει και έτσι στη συνέχεια θα βιώσει τα απωθημένα συναισθήματα για το πρόσωπο ή τα πρόσωπα αυτά. Αυτό αποτελεί το ξεκλείδωμα του ασυνειδήτου του και την ανάδυση του απωθημένου – κρυμμένου υλικού αυτού. Όλη αυτή η βιωματική και νοητική διεργασία έχει μια σημαντική θεραπευτική επίδραση στα προβλήματα και τη συμπεριφορά του ασθενή. Αυτό θα χρειασθεί να συμβεί πολλές φορές στη διάρκεια της θεραπείας ανάλογα με το πόσο πολύ είχε τραυματισθεί ο ασθενής στην παιδική του ηλικία.
Στη ΒΕΔΨ όπως αναφέρθηκε προηγουμένως ο ασθενής πρέπει να βιώσει όλα του τα απωθημένα συναισθήματα από την παιδική του ηλικία. Για την επίτευξη του στόχου αυτού ο θεραπευτής θα πιέσει τον ασθενή προς την κατεύθυνση αυτή, ξεκινώντας από τις σχέσεις του σήμερα ή και στη σχέση μαζί του.
Καθώς η ανάδυση των συναισθημάτων από το ασυνείδητο είναι μια σχετικά επώδυνη διεργασία και καθώς το τιμωρητικό υπερεγώ – δικαστής του ασθενή αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια για καλυτέρευση της ζωής του ασθενή, αφού αυτός ο δικαστής θέλει συνεχώς να τιμωρεί τον ασθενή για να ελέγχει τα αρνητικά του συναισθήματα προς τα αγαπημένα του πρόσωπα, ο ασθενής θα αρχίσει να φέρνει εμπόδια στην πίεση του θεραπευτή για τη βίωση των συναισθημάτων του. Τα εμπόδια αυτά ονομάζονται στη ψυχοθεραπευτική διάλεκτο σαν άμυνες του ασθενή και η λειτουργία τους σαν αντίσταση στη θεραπεία.
Έτσι μια σημαντική δουλειά του θεραπευτή είναι να δείξει στον ασθενή τα εμπόδια που βάζει και το πόσο καταστροφικά είναι αυτά για τη θεραπεία του αλλά και για την ίδια του τη ζωή και στη συνέχεια να του ζητήσει ν’ αφήσει στην άκρη αυτά τα εμπόδια. Αυτή η προσπάθεια του θεραπευτή ειδικά στις πρώτες συνεδρίες είναι μια αρκετά δύσκολη και κουραστική διαδικασία, αλλά αν ο θεραπευτής μείνει σταθερός στην πίεση για εγκατάλειψη των αμυνών και τη βίωση των συναισθημάτων από την πλευρά του ασθενή, στο τέλος και οι δύο θα ανταμειφθούν από μια πολύ όμορφη και ανθρώπινη συνεργατική σχέση που θα οδηγήσει στη λύση των προβλημάτων του ασθενή.
Η διάρκεια της θεραπείας στη ΒΕΔΨ κυμαίνεται όπως προαναφέρθηκε από μία έως και σαράντα συνεδρίες. Το όριο αυτό καθόρισε από τον ίδιο τον Davanloo λέγοντας ότι μετά τις 40 συνεδρίες η θεραπεία θεωρείται μακράς διάρκειας. Φυσικά υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να χρειασθούν περισσότερες από 40 συνεδρίες. Στην περίπτωση αυτή θα λέγαμε ότι η θεραπεία αυτή είναι μια μορφή συμπυκνωμένης ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, αλλά με τα χαρακτηριστικά της ΒΕΔΨ.
Η ΒΕΔΨ μπορεί να εφαρμοστεί και να είναι αποτελεσματική πάνω από το 90% των περιπτώσεων που θα έρθουν σε ένα ψυχιατρικό ιατρείο και να ζητήσουν βοήθεια. Πιο αναλυτικά μπορεί να εφαρμοστεί σε:
Οι ασθενείς που βρίσκονται σε ενεργή ψύχωση ή μανία ή υπομανία δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία. Επίσης ασθενείς με σοβαρή Αντικοινωνική (Ψυχοπαθητική) Διαταραχή Προσωπικότητας. Τέλος, ασθενείς με σοβαρές λειτουργικές ή αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η νόσος του Crohn, η ελκώδης κολίτις, μια σοβαρή ασθματική κατάσταση, που βρίσκονται σε φάση της όξυνσης, καλά είναι να μην αντιμετωπίζονται με ΒΕΔΨ, όπως επίσης ασθενείς με σοβαρή στηθάγχη. Τέλος ασθενείς που κάνουν χρήση σκληρών ναρκωτικών δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με ΒΕΔΨ στη φάση που κάνουν συστηματική χρήση.